κορτίκιο

κορτίκιο
το
βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. corticium < cortic- (< λατ. cortex, -icis «φλοιός») + κατάλ. -ium που αποδίδεται με την -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”